- οξόνη
- ηχημ. άλλη ονομασία τής ακετόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ, απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. acetone (βλ. λ. ακετόνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Οικονομίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξονικός — ή, ό [οξόνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξόνη 2. αυτός που περιέχει οξόνη … Dictionary of Greek
ακετόνη — Άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, εύφλεκτο, διαλυτικό για πολλές ουσίες, όπως τα βερνίκια, ο σελουλοΐτης και άλλα σχετικά. Το μόριο της ένωσης αυτής περιέχει τρία άτομα άνθρακα, έξι άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου: ο χημικός της τύπος είναι… … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
οξονοποίηση — η η μετατροπή μιας οργανικής ένωσης σε οξόνη … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek